-
1 ὑπό-νοια
ὑπό-νοια, ἡ, versteckte Meinung, Verdacht, Argwohn, Vermuthung, Sinn einer Rede; ὑπόνοιαν, οἷα πείσεται ἡ πόλις Eur. Phoen. 1146; Thuc. 5, 87; ὑπόνοιαι πλασταὶ καὶ προφάσεις ἄδικοι Dem. 48, 39; öfter bei Folgdn; ἐν ὑπονοίᾳ ἦσαν χαίροντες Pol. 5, 15, 1; παρὰ ὑπόνοιαν, wider Erwarten, 1, 60, 1; εἰς ὑπόνοιαν ἔρχονται Luc. Asin. 47; ἐν ὑπονοίᾳ und καϑ' ὑπόνοιαν, allegorisch, sinnbildlich, vgl. Ruhnk. Tim. p. 200; Ggstz ἐπ' ὀνόματος, Pol. 28, 4,5; eben so δι' ὑπ ονοιῶν, Thuc. 2, 41, l. d.; so δι' ὑπονοιῶν τωϑάζειν Alciphr. 2, 4; vgl. noch ϑρασυνόμενον ἀβεβαίοις ὑπονοίαις ὑβρίζειν Plut. Sol. 28.
См. также в других словарях:
υπόνοια — η / ὑπόνοια, ΝΑ [ὑπονοῶ] 1. ιδέα που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνον και όχι από αποδείξεις, εικασία 2. υποψία (α. «έχω την υπόνοια ότι προσπαθεί να μάς κοροϊδέψει» β. «ὑπόνοιαι πλασταί εἰσι καὶ προφάσεις ἄδικοι καὶ πονηρίαι», Δημοσθ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek